πασιμέλων

πασιμέλων
-ούσα, -ον, Α
αυτός που έχει την φροντίδα ή το ενδιαφέρον όλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + μέλων, μτχ. τού μέλω «φροντίζω, ενδιαφέρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πασιμέλων — a care masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιμέλουσα — πᾱσιμέλουσα , πασιμέλουσα fem nom/voc sg πασιμέλων a care fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιμέλουσαν — πᾱσιμέλουσαν , πασιμέλουσα fem acc sg πασιμέλων a care fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”